Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Αντί για αυτοβιογραφία – Το παιδί στη βιβλιοθήκη




Κόλλησα την τελευταία γωνία της αφίσας στον τοίχο και έγειρα πίσω να θαυμάσω το έργο μου. Θυμόμουν τους γονείς μου να τσακώνονται το προηγούμενο βράδυ για το πώς είχα γεμίσει τον τόπο αφίσες αλλά η μνήμη αυτή είχε σχεδόν σβήσει. Τα μάτια μου κοιτούσαν τη μικροκαμωμένη φιγούρα του ιππότη μέσα στην τεράστια χρυσή πανοπλία του χαμένη μέσα στο πράσινο δάσος, κάτω από το δέντρο με το περίεργο πρόσωπο και πώς ο δράκος τον πλησίαζε από πίσω δίχως ο νεαρός να έχει υποψιαστεί το παραμικρό. Αργότερα θα μάθαινα πως ήταν η εικονογράφηση του Ιαββεριόκι, ενός ποιήματος που λίγο γνώριζα τότε, το δέντρο λεγόταν Τουμ-Τουμ και το θεριό Ιαββεριόκι. Για την ώρα, ωστόσο θαύμαζα την εικόνα δίχως γνώση της ιστορίας της, μέχρι που μια μικρή φωνή με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

«Τι υπέροχη ιστορία θα μπορούσε να ξεπηδήσει από εδώ!»

Γύρισα το κεφάλι μου, όχι ιδιαίτερα έκπληκτος, και κάθισα στο κρεβάτι μου, για να μιλήσω με το παιδί που είχε ξαπλώσει ξεδιάντροπα στο ράφι της βιβλιοθήκης μου χαϊδεύοντας τα εξώφυλλα και φυσώντας τα σγουρά τσουλούφια από τα σκούρα μάτια, τα οποία, όμως, σπίθιζαν σαν κάρβουνα. Δε θυμόμουν να το είχα καλέσει. Περνούσα το καλοκαίρι μου ιδιαίτερα μόνος με τους φίλους μου να διασκεδάζουν στην κατασκήνωση, τα υποχρεωτικά μαθήματα αγγλικών το πρωί και την υπόλοιπη ημέρα μελέτης, μέχρι να γυρίσουν οι γονείς μου από τη δουλειά. Όχι, βέβαια, ότι δεν ήξερα το παιδί. Ερχόταν καμιά φορά στα μαθήματα ζωγραφικής και από το μολύβι του ξεχύνονταν τόσο πολλές εικόνες στο χαρτί του που με άφηναν με το στόμα ανοιχτό. Προσπαθούσα να κοιτάξω αλλά εκείνο μου επέτρεπε να ρίξω μόνο μια ματιά πριν τραβήξει μακριά τα φύλλα αφήνοντάς με να προσπαθώ άτεχνα να το μιμηθώ. Μια φορά στο δημοτικό μου είχε πει ένα γρίφο τον οποίο είχα καταθέσει σε ένα διαγωνισμό και είχα κερδίσει αλλά δε συναντιόμασταν και πολύ συχνά.

«Τι εννοείς;», ρώτησα με μια περιέργεια να φουντώνει μέσα μου. Ήταν η αλήθεια ότι η εμφάνισή του δεν ήταν ποτέ βαρετή.

Το παιδί, χωρίς να κάνει τον κόπο να δώσει την παραμικρή απάντηση, πήδηξε από το ράφι αφήνοντας μερικά από τα βιβλία μου να πέσουν στο πάτωμα και προχώρησε επιδεικτικά προς το γραφείο μου.

«Μην τολμήσεις και πειράξεις τα πράγματά μου!»

Ήταν σαν να μιλούσα σε αυτιά βουλωμένα. Στο γραφείο μου επικρατούσε, και επικρατεί, ένα ιερό χάος το οποίο δεν ήθελα, και εξακολουθώ να μη θέλω, να το πειράζει κανείς. Το παιδί άπλωσε τα χέρια του και άρχισε να ψαχουλεύει με μανία. Με τρόμο έβλεπα χαρτιά να πετάγονται δεξιά αριστερά, μολύβια να πέφτουν στο πάτωμα και τις μύτες τους να σπάνε, ακόμα και μερικά βιβλία να εκτοξεύονται αδιάφορα στο πάτωμα. Πήγα να φωνάξω, σταμάτα! αλλά το διαβολάκι είχε βρει αυτό που έψαχνε. Με ένα τεράστιο, θριαμβευτικό χαμόγελο και βλέμμα πάντα κρυμμένο μέσα σε σγουρά τσουλούφια σήκωσε ένα χοντρό τετράδιο με βαθύ κόκκινο εξώφυλλο και ένα μπλε στυλό. Μου τα έφερε στο κρεβάτι και στρογγυλοκάθισε δίπλα μου.

Δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να μου διδάξει κάποιο από τα κόλπα του, να μου δείξει κάτι δικό του πέρα από μια στιγμή. Ένοιωσα τα χέρια μου να τρέμουν, καθώς μου έπιασε το δεξί μου, στα μικρά δικά του και μου πέρασε το στυλό ανάμεσα στα δάχτυλα. Το βλέμμα του ήταν εξίσου αγέρωχο με του ανύποπτου ιππότη στην αφίσα. Αν ήξερα πού έμπλεκα ίσως να κοιτούσα και εγώ για κανέναν δράκο πίσω από τον ώμο μου.

«Γράψε!», με πρόσταξε, «Γράψε την ιστορία του!», είπε και έδειξε την εικόνα από πίσω μας.
 
Το χέρι μου έμεινε ακίνητο πάνω στο χαρτί. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι να γράψω. Το κεφάλι μου ήταν πιο άδειο και από το σπίτι μου εκείνη την ώρα. Το παιδί ξεφύσησε λες και είχε να κάνει με κάποιον πολύ χαζό και είπε με στόμφο.

«Ένα Δράκο! Σκότωσε και φέρε μου το κεφάλι ενός Δράκου και θα σε αφήσουμε να χριστείς Ιππότης!»

Λες και το στυλό υπάκουε στη φωνή του έτρεξε πάνω στις γραμμές αφήνοντας πίσω του στραβά και λιγάκι κακογραμμένα γράμματα. Αυτό έμελε να αλλάξει σύντομα βέβαια. Σήκωσα το φρύδι μου γεμάτος αμφιβολία και αγνοώντας το συντακτικό λάθος της πρότασης γύρισα προς το μέρος του.

«Λίγο απότομο μου φαίνεται για αρχή…»

«Έτσι πρέπει να είναι…», απάντησε με μια φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση και συνέχισε να υπαγορεύει ακάθεκτο. Υπάκουσα από ένστικτο.

Όσο προχωρούσε η ιστορία το παιδί απέφευγε μεθοδικά το όνομα του πρωταγωνιστή και σύντομα κατάλαβα ότι ούτε εκείνο είχε ιδέα για το πώς θα ονόμαζε τον ιππότη του. Στο τέλος της πρώτης παραγράφου το διέκοψα ξανά.

«Πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στον Ιππότη…», μουρμούρισα διστακτικά.

Το παιδί σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, για να μπορέσει να με κοιτάξει κάτω από τα τσουλούφια του, και προχώρησε προς τα βιβλία που είχε ρίξει στο πάτωμα, καθώς πηδούσε από τη βιβλιοθήκη μου. 
Σήκωσε την Επιστροφή του Βασιλιά του Τόλκιν στη σελίδα που ήταν ανοιγμένο και μου είπε:

«Το Οσγκίλιαθ ακούγεται ωραίο…»

«Καταρχάς το Οσγκίλιαθ δεν είναι δικό σου, για να το βάλεις έτσι!», διαμαρτυρήθηκα εγώ έξαλλος, 

«Και ξέρεις ότι η Οσγκίλιαθ είναι πόλη!»

Το παιδί κούνησε το κεφάλι του αποκαμωμένο σα γονιός που αντιμετώπιζε ένα πολύ πολύ ανόητο παιδάκι.

«Οσκίλιαθ…», είπε φυσώντας ένα τσουλούφι που έμοιαζε να το ενοχλεί ιδιαίτερα πολύ και ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει ακατανόητα, « Ασκίριαθ, Σέριαθ, Έρκιαθ, Έριχακ, Έρκιχαθ… Έρκαχοθ!»

Πριν το καταλάβω, το χέρι μου είχε γράψει το άγνωστο εκείνο όνομα.

«Ικανοποιημένος;», με ρώτησε ένα αλαζονικό χαμόγελο. Ήξερε πώς ήμουν όπως ήξερε ότι είχε κερδίσει.

«Ναι…», απάντησα εγώ, δίχως να σηκώσω τα μάτια μου από το χαρτί. Ακουγόταν πολύ καλό!

«Ωραία, λοιπόν, ας μη χάνουμε χρόνο!», φώναξε και έκατσε δίπλα μου ξανά υπαγορεύοντας και εξηγώντας, πλέκοντας ένα παραμύθι δικό του και αφήνοντάς μου χρόνο, για να το προλάβω τον τρελό ρυθμό του. Όταν το χέρι μου πονούσε, εκείνο το κράταγε στα δικά του και το έσπρωχνε, για να χαράξει και άλλες λέξεις.

Έξι σελίδες αργότερα με είχε αφήσει με την υπόσχεση να επιστρέψει. Η αναστάτωσή μου, όμως, δεν μπορούσε να μείνει έτσι. Ήξερα ότι έπρεπε να το περιμένω, για να συνεχίσω να γράφουμε, αλλά μην μπορώντας να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου για την ιστορία μας τηλεφώνησα σε ένα φίλο μου στην κατασκήνωση και μη δίνοντας σημασία στο πόσο ακριβά χρεώνονταν οι κλήσεις στο κινητό  του διηγήθηκα τα πάντα.

«Πολύ ωραία…», μου είπε αυτός από το τηλέφωνο, δίχως, όμως, να μοιάζει να καταλαβαίνει τις φλόγες που με είχαν ζώσει. Δε με ένοιαξε, όμως, ιδιαίτερα.

Το παιδί ήρθε την επόμενη και τη μεθεπόμενη και σύντομα δεν έλεγε να φύγει από το δωμάτιο μου. Όταν δε με έβαζε να γράψω μου έφερνε σωρούς άδεια χαρτιά και με έσπρωχνε να ζωγραφίσω, αν και ποτέ δε μου έδειχνε τι έφτιαχνε εκείνο και έπαιρνε πάντα μαζί του τις ζωγραφιές του σαν να ήθελε να τις κρατήσει κρυμμένες. Τα μαθήματά μου, όμως, δεν τελείωναν εκεί. Με έβαζε να διαβάσω πληροφορίες που ούτε φανταζόμουν πως υπήρχαν. Αντιμετώπιση των αριστερόχειρων σε παλιότερες κοινωνίες. Οχυρώσεις και πανοπλίες. Ανατομία ζώων και κατασκευή πλοίων. Όταν με έβαζε να γράφω φρόντιζε να ακούμε την κατάλληλη μουσική και δεν ήταν λίγες οι φορές που με παρότρυνε να πετάξω το στυλό και να καμωθούμε παρέα πως ουρλιάζαμε μαζί με τους Blind Guardian ή να μουρμουρίζουμε όσο γράφαμε κάποιο τραγούδι. Μια φορά γράφαμε για δύο άντρες που ξιφομαχούσαν και, για να με βοηθήσει να καταλάβω, πήραμε ο καθένας ένα ξύλινο σπαθί και πολεμήσαμε. Δεν ήταν ευγενικό μαζί μου, ούτε και με το δωμάτιό μου. Η μητέρα μου ακόμα αναρωτιέται από τι προέκυψαν τα σημάδια στον τοίχο. Όμως, στο βασίλειό μας ήμασταν εμείς αρχηγοί.

Όμως, το παιδί δεν είχε στήσει μόνο εκεί το λημέρι του. Όταν κατέβαινα να φάω με τους δικούς μου καθόταν δίπλα στο πιάτο μου και τσιμπολογούσε το μετρικό του, αν και λίγο έμοιαζε να εκτιμά το σπιτικό φαγητό. Η μητέρα μου χάρηκε πολύ όταν το γνώρισε. Ο πατέρας μου χρειάστηκε λίγο παραπάνω χρόνο και τα αδέρφια μου ακόμα και τώρα ενίοτε το αγνοούν. Όλοι, όμως, ξέρουν ότι είναι εκεί, αν και το τι σκαρφιζόμαστε παρέα πάντα ξεπερνάει την κάθε φαντασία τους. Όταν έβγαινα έξω, σκαρφάλωνε στην πλάτη μου και κρεμόταν από εκεί τραβώντας με από το αφτί, για να μου δείξει πράγματα αδιάφορα για τους άλλους, αλλά τόσο μοναδικά για εμάς. Μερικές φορές δε με άφηνε να προχωρήσω μέχρι να αποτυπωθεί την εικόνα στη μνήμη μας και πολλές φορές μου ψιθύριζε τις ιδέες του στο αυτί, τις οποίες εγώ όφειλα να θυμάμαι γιατί όσο ενθουσιώδες ήταν άλλα τόσο αδύναμη ήταν η μνήμη του. Δεν ήμουν, όμως, και εγώ πάντα ο καλύτερος μαθητής και πολλές φορές παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό ξεχνούσα και εγώ. Το παιδί, όμως, δε στεναχωριόταν. Ότι δεν επιβίωνε τη διαδικασία του χρόνου, σήμαινε πως δεν άξιζε.

Ζούσαμε παρέα μέχρι που πέρασαν δύο χρόνια από τη μέρα που ξεκινήσαμε την παλαβή μας περιπέτεια. Η ιστορία μας πλέον είχε φτάσει τις εκατόν πενήντα σελίδες και τίποτε δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Το παιδί, από φύση ντροπαλό, είχε βρει το θάρρος να εμφανιστεί σε μερικούς φίλους μου και ούτε ένας δεν το είχε αντιπαθήσει. Ανυπομονούσαν να το δουν να μεγαλώνει. Όμως, η ζωή είχε άλλα σχέδια. Έπρεπε να δώσω εξετάσεις, για να περάσω στο πανεπιστήμιο και πλέον δεν είχα χρόνο ούτε κουράγιο για το παιδί. Οι δικοί μου επέμεναν πως για ένα διάστημα έπρεπε να σταματήσουμε την παρέα. Κατανοώντας τη λογική τους, χωρίς να την αποδέχομαι, όμως, αναγκάστηκα να σφίξω τα δόντια και να ανακοινώσω στο παιδί με βαριά καρδιά την απόφασή μου. Εκείνο δεν είπε τίποτε, γιατί νοιαζόταν για μένα. Έσφιξε τα χείλη του, γιατί ήθελε να μου δείξει ότι είναι και αυτό δυνατό σαν εμένα. Μια στιγμή αργότερα οι ώμοι του άρχισαν να τρέμουν και καυτά δάκρυα έτρεξαν μέσα από την άναρχη μάζα των μαλλιών αυλακώνοντας το πρόσωπό του.

«Δε θέλω να φύγεις…», είπε ρουφώντας τη μύτη του.

Το άρπαξα στην αγκαλιά μου.

«Πώς είναι δυνατόν να φύγω;», είπα τραυλίζοντας. Έκλαιγα και εγώ. «Ο κόσμος μας δοκιμάζει… Θα σφίξουμε τα δόντια και θα κερδίσουμε! Τι θα έκανε ο Έρκαχοθ στη θέση μας;»

Εκείνο κούνησε το κεφάλι του ρουφώντας τη μύτη του που έτρεχε πάνω στον ώμο μου αλλά δεν έμοιαζε να με πολυπιστεύει.

Και έτσι πέρασε ένας χρόνος. Ό,τι και να γινόταν το παιδί συνέχιζε να με ακολουθεί. Στο μάθημα καθόταν σιωπηλό δίπλα ψιθυρίζοντάς μου πού και πού ή σπρώχνοντας τον αγκώνα μου σε αφηρημένα σκίτσα πάνω στην άκρη του τετραδίου ή στο θρανίο μου. Τα βράδια που ξενυχτούσα μελετώντας κρυβόταν δίπλα από την καρέκλα μου, χωρίς να βγάζει άχνα. Πού και πού έκλαιγε μονάχα μέσα στη νύχτα και μαζί του έκλαιγα και εγώ. Το άφηνα να χωθεί στο πάπλωμά μου και μου έσφιγγε το χέρι μέχρι να κοιμηθώ. Ήξερα ότι εκείνο δεν κοιμόταν ποτέ. Αδυνάτισε και χλόμιασε και κάθε τόσο έβρισκα τρίχες από τα μαλλιά του, πεσμένες από τη λύπη, από εδώ και από εκεί. Και ο καιρός πέρασε. Όσο έδινα εξετάσεις δεν τόλμησε να με ενοχλήσει. Το παιδί με αγαπούσε όσο το αγαπούσα και εγώ. Δεν περίμενε, όμως, ούτε στιγμή. Όταν γύρισα σπίτι μετά το τελευταίο μάθημα, με περίμενε με τον υπολογιστή ανοιχτό και ένα κενό αρχείο έτοιμο να γεμίσει. Ξέχασα να αναφέρω ότι είχε εκσυγχρονιστεί στο μεταξύ. Είχε αποκτήσει ξανά το παλιό του σουλούπι και ήταν τα δικά του χέρια που έτρεμαν αυτή τη φορά, καθώς με έβαζε να γράψω για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό. Είχαμε περιμένει αρκετά.

Έτσι γίναμε αχώριστοι. Ζούμε μαζί και γνωρίσαμε καινούριους ανθρώπους. Μάθαμε σε μέρη, που κανείς δε θα αποκαλούσε σχολεία, παρά μόνο εμείς, από δασκάλους, που δε φαντάζονται ούτε οι ίδιοι ότι λέγονται έτσι ή ότι έχουν κάτι να προσφέρουν. Βρήκαμε φίλους, εχθρούς και κοπέλες που ερωτεύτηκα. Παρότι παιδί έβρισκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις κοπέλες εκείνες και ανυπομονούσε να τους το γνωρίσω.

«Άσε με να αναλάβω εγώ!», μου έλεγε χοροπηδώντας σχεδόν από τον ενθουσιασμό του και εγώ δεν μπορούσα παρά να ξεσπάσω σε άγρια γέλια.

«Θα τα κάνεις μαντάρα!», του έλεγα, «Άσε εμένα να αναλάβω! Δε θα κάνεις μια ζωή εσύ κουμάντο!»

Το αν είχα δίκιο ή άδικο θα το κρίνει η ιστορία. Αυτό που έχει σημασία ήταν το πώς έμοιαζε αυτό να τρέφεται από την κάθε μας περιπέτεια. Έκανε τη λύπη μου σελίδες ολόκληρες και τη χαρά μου άλλες τόσες. Όταν πιεζόμουν, μου κρατούσε το χέρι και όταν δεν μπορούσα να καταλάβω τους ανθρώπους, το παιδί μου ψιθύριζε ότι τέτοια πράγματα είχαμε ξαναδεί στις περιπέτειές μας και ήμαστε παραπάνω από έτοιμοι, για να τα αντιμετωπίσουμε. Όταν προσπαθούσαν να μας περιορίσουν και εγώ έκλαιγα στο κρεβάτι μου το βράδυ το παιδί σκαρφάλωνε στο μπράτσο του κρεβατιού και μου ακουμπούσε με αγάπη τον όνομα ψιθυρίζοντας τραγούδια μέσα στο σκοτάδι που μόνο εμένα μπορούσαν να στείλουν στην ευλογημένη λήθη. Έπαιρνε κάθε συναίσθημα μέσα του και το κλωθογύριζε στο μυαλουδάκι του. Δεν ξέρω ακόμη τι έκανε με αυτά. Όταν, όμως, ο Έρκαχοθ λυπόταν, όταν χαιρόταν ή φοβόταν κάθε αίσθημα ήταν αληθινό.

Ταξιδέψαμε παρέα σε μέρη μακρινά. Οι γοτθικές εκκλησίες του άρεσαν ιδιαίτερα μα σύντομα έμαθε να βρίσκει μαγεία παντού, από τις πεδιάδες μέχρι τα φαράγγια, από τα αρχαία μνημεία μέχρι τα φαντάσματα των αρχαίων βιομηχανιών, από τα δυτικά κάστρα μέχρι τους μιναρέδες της ανατολής. Όταν κάτι του άρεσε πολύ δεν ντρεπόταν να σκαρφαλώσει και ακόμα και αν εγώ δεν ήμουν τόσο ευέλικτος όσο εκείνο, δεν μπορούσα παρά να ακολουθήσω. Για να βρίσκεται εκεί πάνω σημαίνει ότι υπήρχε κάτι όμορφο που άξιζε να δω. Ακόμα δε με έχει διαψεύσει, αν και κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ μερικές φορές.

Όταν η πρώτη μας ιστορία τελείωσε τίποτε δεν μπορούσε να το συγκρατήσει αν και αναγκάστηκε να εμπιστευτεί τη λογική μου για άλλη μια φορά και να δεχτεί να το διορθώσω. Όσο ξαναδιάβαζα και του έδειχνα τα λάθη του εκείνο φυσούσε το τσουλούφι του νευριασμένο μη θέλοντας να αναγνωρίσει ότι είχα δίκιο, αν και ήταν φορές που το ίδιο με προειδοποιούσε για κάποιο λάθος και μου πρότεινε αμέσως διόρθωση. Χαμογελώντας υπάκουα, αν και υπήρχαν φορές που διαφωνούσαμε.

«Βαριέμαι τις διορθώσεις!», ξέσπασε μια μέρα.

«Να σου υπενθυμίσω ότι πριν δύο παραγράφους μια μάχη με τέσσερεις Δαίμονες τελείωσε με τρεις!», του είχα πει δίχως να γυρίσω το κεφάλι μου, «Ας ήσουν πιο προσεκτικός στην αρχή, για να μην μπλέκαμε έτσι!»

Το παιδί έδιωξε ξεφυσώντας ένα επίμονο τσουλούφι από το μάτι του και στραβομουτσούνιασε δίχως να θυμώσει.

Αποφεύγω επιμελώς να μην του δώσω φύλο, γιατί παρότι παιδί η εμφάνισή του αλλάζει. Μια μέρα είναι άγριος πολεμιστής και την επόμενη μια κοπέλα με πράσινα μάτια που μου είναι αδύνατον να μην πνιγώ μέσα τους. Μια φορά αντί για το παιδί βρήκα στη θέση του ένα χοντρό πενηντάρι με διπλοσάγονο τον οποίο λαχταρούσα να χτυπήσω. Εκείνος, όμως, μου είπε ότι ήταν η μέρα που θα γράφαμε για εκείνον και δε θα μπορούσε να είναι μαζί μας άλλος παρά αυτός. Έκανε χώρο στο γραφείο μου, για να χωρέσει και έγραψα για τον Ντεμιάντε προσπαθώντας να αγνοήσω τη μυρωδιά του. Ούτε ηλικία έχει το παιδί. Εγώ μπορεί να μεγαλώνω και τα μαλλιά μου να πέφτουν κατά τόπους αλλά από εκείνο δε φαίνεται να έχει περάσει ούτε μια μέρα. Ωριμάζει, όμως. Αυτό το βλέπω και εγώ και οι φίλοι μου.  Πριν λίγες μέρες το έβγαλα στον κόσμο και πρέπει να πω ότι φοβάται αρκετά. Αν είναι βαρετές οι ιστορίες του; Αν σε ένα κόσμο δίχως χρήματα κανείς δε θέλει να τους δώσει σημασία; Σφίγγει τα χέρια του, όμως, και υπομένει. Η απόρριψη είναι για αυτό δύναμη, η αποδοχή θρίαμβος. Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτεί, αν δει ότι γράφω για αυτό.

«Μια μέρα θέλω να κάτσω στην κορυφή του κόσμου!», μου λέει κατά καιρούς κοιτώντας έξω από τα παραθυράκι μου.

Σηκώνω τότε το φρύδι μου με ενδιαφέρον. «Ας είμαστε λίγο πιο προσγειωμένοι…», του λέω στραβώνοντας το στόμα μου, « Δεν ξέρω αν μπορούμε να το κάνουμε.»

 Εκείνο, όμως, δεν ακούει και τα χεράκια του σφίγγουν τα κάγκελα όλο λαχτάρα. Το αδύνατο είναι η μεγαλύτερη ηδονή για το παιδί. Ποιος είμαι εγώ, για να το σταματήσω;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου