Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ντράαχεν




Τα τεράστια δάχτυλα, μεγαλύτερα από κάθε Ανθρώπου,  Νάνου ή Ξωτικού, ανοιγοκλείνουν αργά μπροστά στα θολωμένα μάτια μου. Τα περιγράμματα έχουν χάσει τη σαφή μορφή τους εδώ και χρόνια, πιο πολύ καιρό πίσω από όσο μπορώ να θυμηθώ, και το σχεδόν μόνιμο σκότος που επικρατεί αιώνια εδώ δε βοηθάει ιδιαίτερα. Το βλέμμα μου τρέχει με αγωνία πάνω στα χοντρά σαν κορμούς μπράτσα, στο στήθος όμοιο με προστήθιο πανοπλίας που, ωστόσο, ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά με την κάθε ανάσα. Αγκάθια εξέχουν  άτακτα. Πίσω από τον αγκώνα, στην κορυφή του καρπού , σε τυχαία σημεία πάνω στο μπράτσο και ο ώμος είναι χαμένος σε μια συστάδα από δαύτα. Είναι ένα θέαμα φρικιαστικό, μια εικόνα που μου ξυπνάει αναμνήσεις απρόσμενες μέσα στις σκιές αυτού του μέρους και στις αραχνιασμένες γωνιές του νου μου. Υπήρχε μια ιστορία. Δε θυμάμαι, αν μου τη διηγήθηκε κάποιος βάρδος ή γεννήθηκα να την ξέρω, αλλά βλέποντας το κερασφόρο εκείνο χέρι και την όμοια με πανοπλία σάρκα μπροστά στα μάτια μου δεν μπορώ παρά να την ανακαλέσω. Λίγες αναμνήσεις παραμένουν τόσο ζωντανές όσο αυτή η διήγηση, αλλά εκείνη είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στο νου μου που η κάθε λεπτομέρεια χάσκει σαν ανοιχτή πληγή μέσα στη λογική μου.

Σε ένα χωριό πολύ μακριά από εδώ, στις όχθες του Νταρ-Άντερ, ζούσε ένα μικρό αγόρι με σκούρα μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια. Ο πατέρας του ήταν κυνηγός, άντρας ψηλός και ρωμαλέος, ενώ η μητέρα του φρόντιζε το σπίτι και βοηθούσε το σύζυγό της να γδάρει τα θηράματα που έφερνε σπίτι και να πουλήσει ό,τι δεν μπορούσαν να αποθηκεύσουν. Δίπλα τους ζούσε μια οικογένεια βοσκών με την κόρη τους. Εκείνη και το αγόρι είχαν ίδια ηλικία. Το όνομα της ήταν Ντέινα και το δικό του Ντράαχεν. Ο μικρός Ντράαχεν συνήθως έμενε μέσα κοιτώντας από το παράθυρο του κάθε πρωί τη Ντέινα να φεύγει με τους γονείς της, για να βοσκήσουν το κοπάδι τους. Όλη μέρα βοηθούσε τη μητέρα του στις δουλειές του σπιτιού ή έσκαβε και αυτός με τα χεράκια του στο ταπεινό μποστάνι έξω από το σπίτι τους. Μέχρι να δύσει ο ήλιος ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει αλλά μόνο δυο φορές κάθε μέρα έδειχνε πραγματικό ενθουσιασμό. Η επιστροφή του πατέρα του ήταν η μια από αυτές. Ο μικρός Ντράαχεν θα παρατούσε ότι έκανε στη στιγμή και θα έτρεχε να αγκαλιάσει τα πόδια του τεράστιου άντρα πριν εκείνος τον σηκώσει και τον πετάξει στον αέρα, για να τον πιάσει ξανά. Θαύμαζε τα θηράματα που έφερνε εκείνος πίσω και καμωνόταν μερικές φορές πως φορούσε τα κέρατά τους και γινόταν μεγάλος πολεμιστής με μια περικεφαλαία τρομερή ή κάποιο από τα μαγικά κερασφόρα κτήνη που ζούσαν στα δάση των Ξωτικών και λεγόταν πως ίππευε το επίλεκτο τάγμα τους, όταν ορμούσε στη μάχη. Αγαπούσε πολύ τον πατέρα του και ήθελε μια μέρα να γίνει σαν εκείνον. Η άλλη μεγάλη στιγμή της ημέρας ήταν, όταν έβλεπε την Ντέινα να γυρίζει σπίτι μαζί με τους γονείς της και το κοπάδι τους. Ο Ντράαχεν τότε θα παρατούσε ότι έκανε και θα προχωρούσε προς το φράχτη του σπιτιού τους. Ήταν, όμως, ντροπαλό παιδί και δεν τολμούσε να αφήσει τον εαυτό του να φανεί. Κρυβόταν μέσα στα φυτά και, ακόμα και αν τα αγκάθια γέμιζαν το δέρμα του με πληγές, εκείνος κοιτούσε τις καστανές μπούκλες να πλαισιώνουν το πρόσωπό της, τα μάτια της, όμοια με τις σπίθες της φωτιάς στο τζάκι και το γέλιο της που ξυπνούσε ένα δειλό χαμόγελο και στο δικό του προσωπάκι. Μια μέρα θα περπατούσε στο πλευρό της, το ήξερε αυτό.

Και ο καιρός πέρασε και ο Ντράαχεν και η Ντέινα μεγάλωσαν. Ο πατέρας του Ντράαχεν σκοτώθηκε σε ένα κυνηγετικό ατύχημα και εκείνος αναγκάστηκε να αναλάβει στη θέση του πατέρα του να κρατήσει το σπίτι τους. Ήταν δεκαπέντε χρονών τότε και η απώλεια του προτύπου του τον σημάδεψε μόνιμα. Δε θρήνησε πολύ αλλά το βλέμμα του σκοτείνιασε από εκείνη τη μέρα και πια λίγες στιγμές έλαμπε η χαρά της ζωής στα ανοιχτόχρωμα μάτια του. Σήκωσε το τόξο και το δόρυ του πατέρα του και άρχισε να κυνηγά ο ίδιος. Είχε ψηλώσει τώρα και τα μαύρα μαλλιά του έφταναν πια κάτω από τους ώμους του. Το πρόσωπό του, όμως, παρότι νεανικό, έμοιαζε να ανήκει σε άντρα πολύ μεγαλύτερο. Οι ανεπαίσθητα κυρτωμένες άκρες του στόματός του και το σμίξιμο των φρυδιών του ήταν τόσο συχνά εκεί που οποιαδήποτε άλλη έκφραση έμοιαζε να τον πονάει. Μόνο για τη μητέρα του χαμογελούσε αλλά ακόμα και τότε η σκοτεινιά συνέχιζε να φωλιάζει κάτω από τα φρύδια του. Μόνο όταν μετά το κυνήγι πήγαινε στις όχθες του Νταρ-Άντερ, για να φέρει νερό, άλλαζε κάτι πάνω του. Εκεί συναντούσε την Ντέινα και η έκφρασή του, όποτε την κοιτούσε, έμοιαζε να λύνεται. Το στόμα του κύρτωνε σε μια έκφραση ξεχασμένης χαράς και ένας πόνος ξυπνούσε στο στήθος του, ένα κενό που μοιάζει πιο αληθινό από οτιδήποτε σε εκείνη την ιστορία. Η Ντέινα είχε γίνει το καμάρι του μικρού χωριού με τα αγόρια να μαλώνουν για το ποιος θα τη διεκδικούσε και τα κορίτσια να την κυκλώνουν, γιατί ήταν ένα πλάσμα καλόκαρδο που σκορπούσε χαμόγελο δίχως ζήλια. Ο Ντράαχεν φυσικά δεν είχε χρόνο να συμμετέχει στα παιχνίδια των συνομηλίκων του. Ήταν ο μόνος που είχε ένα σπίτι να φροντίσει και δεν μπορούσε να χάνει το χρόνο του με ανοησίες. Ωστόσο, πάντα είχε καρφωμένη τη ματιά του στην Ντέινα στο ποτάμι και, όταν γυρνούσε το βλέμμα της προς τα εκείνον, εκείνος της κουνούσε το χέρι και ψιθύριζε κάποιο χαιρετισμό τον οποίο πάντα εκείνη ανταπέδιδε κλίνοντας το κεφάλι. Σεβόταν το γειτονόπουλό της και θαύμαζε την υπευθυνότητά του παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ήταν τότε που ο Ντράαχεν άκουσε κάτι που θα τον έστελνε δίχως δεύτερη σκέψη σε ένα μονοπάτι διαφορετικό.

« Θα ήθελα πάντοτε να συναντήσω έναν ιππότη…», εξομολογήθηκε μια μέρα η Ντέινα στις φίλες της, καθώς ο Ντράαχεν περνούσε από εκεί κοντά φορτωμένος με δύο μικρά βαρέλια νερό, « Μοιάζουν όλοι τους τόσο γενναίοι, όταν η περίπολός τους περνάει από εδώ.»

Υπήρχε μισής μέρας απόσταση από το χωριό, πιο ψηλά στις όχθες του Νταρ-Άντερ ένα οχυρό των Ιπποτών της Άνιμλορ. Ήταν το Τάγμα της Ημισελήνου και οι περίπολοί τους περνούσαν συχνά από τη γύρω από την περιοχή φροντίζοντας να διατηρείται η τάξη. Ο Ντράαχεν τους θυμόταν πάντα με θαυμασμό. Οι πανοπλίες τους άστραφταν και τα βαριά σπαθιά που κρέμονταν από τις πλάτες τους έμοιαζαν ικανά να σκίσουν στα δύο ακόμα και τους φριχτότερούς εφιάλτες τους. Δεν ήταν λίγες φορές που ληστές είχαν γονατίσει μπροστά στους ιππότες προτιμώντας να παραδοθούν στη δικαιοσύνη του Κυανού Θρόνου παρά να βρεθούν αντιμέτωποι με τους εκπροσώπους της. Φυσικά, σκέφτηκε ο Ντράαχεν. Τι είμαι εγώ μπροστά στους Ιππότες της Ημισελήνου, για να τολμώ να διεκδικήσω την Ντέινα;

Εκείνο το απόγευμα το κυνήγι του κράτησε παραπάνω. Είχε πάρει στο κατόπι ένα ελάφι, το οποίο θα εξασφάλιζε αρκετό φαγητό για εκείνον και τη μητέρα του και πουλώντας το υπόλοιπο κρέας θα μπορούσαν να αγοράσουν αρκετά ξύλα για το χειμώνα που πλησίαζε. Ο Ντράαχεν είχε εντοπίσει το ελάφι από νωρίς το απόγευμα αλλά το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεφύγει από την Ντέινα και τους Ιππότες της Ημισελήνου. Πώς ήταν δυνατόν εκείνος, ο ασήμαντος και αδύναμος Ντράαχεν, να καταφέρει να σταθεί δίπλα στην Ντέινα; Οι απορίες του τον έκαναν απρόσεκτο και το ελάφι χανόταν όλο και βαθύτερα στο δάσος στιγμιαία τρομαγμένο από τον ήχο ενός ξερόκλαδου που έσπαγε κάτω από την μπότα του, ένα απρόσεκτο σπρώξιμο κάποιου θάμνου το οποίο άφηνε την κεφαλή του βέλους του να λάμψει σα φάρος στις σκιές του δάσους από μια ανέμελη ακτίνα ή από έναν αναστεναγμό που άφηνε το στήθος του πριν προλάβει ο Ντράαχεν να τον συγκρατήσει. Πριν το καταλάβει ήταν νύχτα και είχε περιπλανηθεί βαθύτερα στο δάσος από ότι ποτέ στη ζωή του.

Ένα αδύναμο μισοφέγγαρο κρεμόταν από τον ουρανό διαπερνώντας δια της βίας τις παχιές φυλλωσιές των αιωνόβιων δέντρων. Όπου ξεχώριζε το στερέωμα ανάμεσα στα κλαδιά ο Ντράαχεν δε διάκρινε παρά ένα μπάλωμα λιγότερου σκοταδιού σε εκείνο το υφαντό των ίσκιων. Τα αρπαχτικά είχαν ξυπνήσει και το αβυσσαλέο κυνήγι της νύχτας, πολύ φριχτότερο από εκείνο της ημέρας, καθώς το ένστικτο ερχόταν να αντικαταστήσει την όραση, είχε ξεκινήσει. Πνιχτοί ήχοι και ξαφνικές τσιρίδες ορμούσαν από τα κλαδιά, για να χαθούν στο χώμα, ξετρύπωναν από τις φυλλωσιές και ορμούσαν σε λεπτούς ακάλυπτους. Η νύχτα ήταν το αίμα των αδυνάμων μα ο Ντράαχεν δε φοβόταν, γιατί ήταν κυνηγός, και το θήραμά του δε θα του γλίτωνε. Το σμίξιμο στα φρύδια του είχε βαθύνει μια ιδέα και τα χείλη του είχαν σμίξει αποφασισμένα. Ήταν κυνηγός. Οι σκέψεις της Ντέινα ήρθαν να κλονίσουν τη σιγουριά του αλλά η πίστη στο ρόλο του κράτησε, μέχρι που προχώρησε σε ένα ξέφωτο και εκεί έμεινε να κοιτάζει παγωμένος.

Το ελάφι ήταν νεκρό και τη σωρό του ξέσκιζε ένα πουλί μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο είχε δει ή είχε ακούσει ποτέ να λένε ο Ντράαχεν. Αν το δάσος ήταν ένα υφαντό σκιών με μπαλώματα νύχτα τότε εκείνο το πουλί ήταν το κουβάρι από το οποίο όλοι οι ίσκιοι είχαν πλεχτεί. Ήταν μια μελανή τρύπα στο σκοτάδι, ήταν το τέλος τη ζωής και όποιος τολμούσε να το αμφισβητήσει αυτό ήταν απλώς ένας ανόητος που δε γνώριζε τη θέση του στον κύκλο των πραγμάτων. Ο Ντράαχεν δεν ήταν ανόητος και κάθε ιδέα του εαυτού του ως κυνηγού έσβησε από μυαλό του σαν άμμος παρασυρμένη από τον άνεμο. Αν, όμως, η φυσική τάξη επικράτησε, αν το θάρρος του έσβησε, η εικόνα της Ντέινα παρέμενε ζωντανή. Ήθελε έναν ιππότη γενναίο στο πλευρό της και αν ο Ντράαχεν δεν μπορούσε να βρει θάρρος τώρα δε θα μπορούσε να σταθεί ισάξιος δίπλα της. Σήκωσε το τόξο του, ανόητος καθώς ήταν, και πέρασε το βέλος του στη χορδή. Η σιωπηλή διαμαρτυρία του ξύλου και του τεντωμένου νήματος έσκισε τη σιωπή όμοια με το ράμφος του πουλιού στη σάρκα του ελαφιού.

… μην είσαι άφρων…

Το πουλί σήκωσε το κεφάλι του και ο Ντράαχεν ξεροκατάπιε. Ήταν μια κουκουβάγια ή τουλάχιστον έμοιαζε πολύ με μία. Δεν ήταν το μέγεθος το παράξενο, αν και ο Ντράαχεν θα μπορούσε να ορκιστεί ότι το άνοιγμα των φτερών της ήταν μεγαλύτερο από το ύψος του. Ήταν τα κόκκινα μάτια που φώλιαζαν κάτω από δύο κυρτά κέρατα που πλαισίωναν το άγριο πρόσωπο του πουλιού μέσα σε έναν τέλειο κύκλο, αυτά που έκαναν τον Ντράαχεν να χάσει τη μιλιά του και τη σταθερότητα των χεριών του. Η κερασφόρα κουκουβάγια κοίταξε τον νεαρό και εκείνος ένιωσε την παγωνιά του θανάτου να τον διαπερνά. Δεν ήταν δυνατό να σταθεί απέναντι σε αυτό το πλάσμα, του οποίου η ματιά και μόνο έκανε τα γόνατά του να λυγίζουν παρασυρμένα θαρρείς από ρεύμα ποταμού παγωμένου. Ο Ντράαχεν ποτέ δε θα ξεχνούσε το φόβο εκείνο. Και, όμως, δε χαμήλωσε το τόξο του.

« Δεν έχω επιλογή.», ψέλλισε.

…τα θύματα δεν έχουν επιλογή. Όταν ήρθες, μπροστά μου ήσουν κυνηγός. Γιατί να εγκαταλείψεις αυτόν τον υπέροχο ρόλο;…

Ο Ντράαχεν συνειδητοποίησε ότι δεν άκουγε τίποτε παρά μόνο την κοφτή ανάσα του και τους χτύπους της καρδιάς του όμοιους με τύμπανα ορδής που χυνόταν στη μάχη.

« Θέλει έναν ιππότη… Δε θα δεχτεί κάποιον κατώτερο…». Δεν ανέφερε το όνομα της Ντέινα. Τα κόκκινα μάτια της κουκουβάγιας ξέσκιζαν το μυαλό του αλλά εκείνος δε σκόπευε ποτέ να την παραδώσει έτσι απλά στο ανόσιο εκείνο πλάσμα.

… το να προσπαθήσεις, σημαίνει το θάνατό σου. Μην τον αναζητήσεις πριν έρθει η ώρα. Έχω δύναμη και γνώση, για να τη χειριστώ. Δεν είναι δυνατόν να σταθείς απέναντί μου…

« Πρέπει!», φώναξε ο Ντράαχεν τρομάζοντας και τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν μια κραυγή απόγνωσης. « Αλλιώς μια μέρα θα έρθει κάποιος ιππότης και εγώ δε θα είμαι παρά τίποτα μπροστά της!»

…Αν το να είσαι ιππότης, είναι τόσο σημαντικό, γίνε. Αλλά ακόμα και ένας τέτοιος δε θα ήταν τίποτε μπροστά μου…

« Μπορώ να γίνω εγώ ιππότης;» μουρμούρισε ο Ντράαχεν περισσότερο στον εαυτό του παρά στην κουκουβάγια.  Χιλιάδες ενδοιασμοί άρχισαν να βουίζουν μέσα από το μυαλό του σαν να είχε ενοχλήσει κατά λάθος μια κυψέλη. «Αλλά…»

… Αν θες κάτι πραγματικά, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στο δρόμο σου. Ακόμα και η ηθική αυτού του κόσμου είναι ένα ψέμα, που μάθαμε να πιστεύουμε. Υπάρχουν μόνο κυνηγοί και θηράματα. Πήγαινε και γίνε ιππότης, Ντράαχεν. Αλλά δεν είναι αυτό που επιθυμείς…

Με το που σχηματίστηκαν οι σκέψεις αυτές στο μυαλό του Ντράαχεν, η κερασφόρα κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια φτερά της και με ένα θρηνητικό σκούξιμο, σαν το βρόντο μιας καμπάνας στην άκρη του κόσμου, σα σφραγίδα σε συμβόλαιο, χάθηκε στο σκοτάδι. Από τα νύχια της κρεμόταν η σωρός του ελαφιού σαν κουρέλι. Ο Ντράαχεν, όμως, δεν έδωσε σημασία. Θα γινόταν ιππότης. Είχε ακούσει ότι τα τάγματα συντηρούσαν τις οικογένειες των μαθητευόμενων, όταν υπήρχε ανάγκη, άρα η μητέρα του δεν τον χρειαζόταν. Μπορεί να ήταν μεγάλος αλλά είχε εκπαιδευτεί με το τόξο και το μαχαίρι στο δάσος τα τελευταία δύο χρόνια πιο σκληρά από κανέναν άλλο, γιατί για εκείνον η αποτυχία ήταν η πείνα η δική του και της μητέρας του. Χωρίς να το καταλάβει έτρεχε. Το δάσος έμεινε πίσω του πριν καν εκείνος το καταλάβει και μαζί και η ανάμνηση της κουκουβάγιας. Θα επέστρεφε αργότερα, όμως, γιατί καμία μνήμη δε χάνεται πραγματικά.

Έτσι ο Ντράαχεν το επόμενο κιόλας πρωί μάζεψε τα ελάχιστα πράγματά του  και κίνησε για το στρατόπεδο των Ιπποτών της Ημισελήνου. Αποχαιρέτησε τη μητέρα του με την υπόσχεση ότι οι ιππότες θα της έφερναν ό,τι χρειαζόταν και ότι δε θα την ξεχνούσε κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του και βγήκε στο δρόμο. Η μητέρα του κουνούσε το χέρι της μέχρι να τον χάσει από τα μάτια της και καυτά ρυάκια αυλάκωναν τα μάγουλά της. Δεν ήξερε αν ήταν η συγκίνηση που την έκανε να σφίγγει το χέρι στο στήθος της ή ένα αόριστο, σκοτεινό μητρικό ένστικτο.

Στο δρόμο για το στρατόπεδο ο Ντράαχεν συνάντησε την Ντέινα, καθώς εκείνη πρόσεχε το κοπάδι της στην απέναντι όχθη του Νταρ-Άντερ. Όταν εκείνη έμαθε τις προθέσεις του, ένα χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπό της το οποίο καθρεφτίστηκε και σε εκείνο του Ντράαχεν.

« Θα έχω τη μητέρα σου στο νου μου και θα σε επισκέπτομαι, όποτε με φέρνει ο δρόμος μου από εκεί.», του φώναξε, για να ακουστεί πάνω από το βουητό του νερού, «Καλή τύχη, Ντράαχεν! Ξέρω ότι είσαι άξιος!»

Τα λόγια της άναψαν φωτιά στο στήθος του και έδωσαν άλλο αέρα στην περπατησιά του. Πριν καν φτάσει μεσημέρι είχε φτάσει στις πύλες του οχυρού με τα ψηλά πέτρινα τείχη και τις γαλανές σημαίες με την ασημένια ημισέληνο. Όταν οι ιππότες άκουσαν ότι ήθελε να μαθητεύσει σε αυτούς εκείνοι έφεραν αντιρρήσεις ισχυριζόμενος ότι ήταν πολύ μεγάλος, αλλά όταν τους έπεισε να τον δοκιμάσουν. Στο τόξο διέπρεψε και ξεπέρασε όλα τα εμπόδια που τον έβαλαν να αντιμετωπίσει οι ιππότες. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα να κρατήσει το βαρύ εκείνο σπαθί που έφεραν οι Ιππότες της Ημισελήνου, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Ο ιππότης ο οποίος στάθηκε απέναντί του, αν και μόλις είχε χριστεί και δεν είχε καμία πολεμική εμπειρία, τον πολέμησε σαν να ήταν ένα μικρό αδέξιο παιδί. έριξε στο χώμα, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Καθώς ο Ντράαχεν ένοιωθε το στόμα του να πλημυρίζει με τη γεύση του αίματός του και άκουγε τα γέλια των άλλων μαθητευόμενων γύρω του σήκωσε το βλέμμα του, για να αντικρίσει το πρόσωπό εκείνου που τον είχε νικήσει. Το όμορφο πρόσωπο του Ζιράντ, ο οποίος ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ντράαχεν, καθώς συγκέντρωνε τις ζητωκραυγές της ομήγυρης έμελε να ξυπνήσει μέσα στον νεαρό σύντομα μαθητευόμενο ιππότη ένα αίσθημα το οποίο αντιπάλεψε αυτό που έκαιγε μέσα του για την Ντέινα. Η σκέψη της κοπέλας ήταν μια λευκή φλόγα που τον κρατούσε ζωντανό μα ο μαύρος άνεμος που σηκώθηκε τώρα έμελε να την αντιπαλέψει στα ίσα. Εκείνη τη μέρα ο Ντράαχεν έμαθε, χωρίς λόγο παρά μόνο από ένστικτο, να μισεί. Και το μίσος του ήταν τέτοιο που δεν έσβησε ακόμα και μετά το τέλος της ιστορίας αυτής.

Έτσι για εννιά χρόνια ο Ντράαχεν μαθήτεψε στους Ιππότες της Ημισελήνου. Ήταν καιρός μεγάλης υπομονής και καρτερικότητας. Ο μεγαλύτερος από τους μαθητευόμενους, ο πιο βλοσυρός, υπήρξε ο στόχος πειραγμάτων τόσο από τους μικρότερους όσο και από τους μεγαλύτερους, αν και όλα συνέβαιναν πίσω από την πλάτη του, καθώς ακόμα και οι γηραιότεροι του τάγματος απέστρεφαν νευρικά το βλέμμα τους από το δικό του. Την πειθαρχία και τα μαθήματα περί αρχών τα κατάπιε ο Ντράαχεν σα φάρμακο πικρό. Από εκείνη τη νύχτα στο δάσος, εκείνη που ελάχιστα θυμόταν, κάτι μέσα του είχε μαραζώσει και τελικά διαλυθεί στη μανία συναισθημάτων μεγαλύτερων. Για τον Ντράαχεν πολλά πράγματα είχαν πάψει να έχουν την ίδια σημασία. Το να χριστεί ιππότης ήταν πλέον το μόνο που τον ενδιέφερε. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ακόμα και τα αισθήματα του για την Ντέινα άρχισαν να παραμορφώνονται σαν να τα ένοιωθε πια μέσα από σπασμένα γυαλιά και ό,τι και αν σκεφτόταν έφτανε στρεβλωμένο στην καρδιά του. Οι ελάχιστες επισκέψεις της στο στρατόπεδο έμοιαζαν σα το φως που τρυπούσε τη βαριά κουρτίνα των νεφών μιας μέρας μουντής αλλά η λιακάδα κρατούσε μόνο όσο η επίσκεψη και σύντομα ο Ντράαχεν γινόταν ξανά μια καταιγίδα που κάποιο ξόρκι μόνο τη συγκρατούσε από το να ξεσπάσει.

Πέρα από την αίσθηση του σκοπού του μόνο ένα ακόμα αίσθημα έκαιγε αληθινό. Το μίσος του για το Ζιράντ. Ο ιππότης υπόδειγμα, ο ευγενέστερος όλων, ακόμα και προς τον ίδιο τον Ντράαχεν, έκανε τα χέρια του να σφίγγουν τον αέρα σπασμωδικά και ασυναίσθητα, το χείλος του να σηκωθεί γυμνώνοντας δόντια σφιγμένα, τα μάτια του να σκοτεινιάζουν τόσο που αν ρώταγες κάποιον από τους Ιππότες δε θα ήξεραν να σου πουν τι χρώμα είχαν. Μόνο στην εκπαίδευση στα όπλα έβρισκε παρηγοριά. Εκεί όλη του η οργή ξεχυνόταν προς τα έξω, ένστικτα χρόνων κυνηγιού κατεύθυναν τους κινήσεις του σαν τα τύμπανα του πολέμου και δε χρειάστηκε πολύ καιρό πριν στείλει όλους τους εκπαιδευόμενους να κυλιστούν στο χώμα μπροστά στα πόδια του Ντράαχεν. Αλλά ακόμα και στη νίκη του δε χαμογελούσε. Δεν ήταν παρά ένα σκαλοπάτι ακόμα για το στόχο του και το δρόμο του προς την Ντέινα. Το μόνο εμπόδιό του ήταν ξανά ο Ζιράντ. Το υπόδειγμα όλης της περιοχής συνέχιζε να τον αντιμετωπίζει με την ίδια ευκολία λες και όσο φούντωνε η οργή του Ντράαχεν τόσο ακονιζόταν η ικανότητα του Ζιράντ. Και ακόμα περισσότερο ένοιωθε ο Ντράαχεν το στήθος του έτοιμο να σκάσει, όταν έπρεπε να δεχτεί το τόσο ευγενικά προσφερόμενο χέρι του εχθρού του, για να τον τραβήξει από το χώμα, ακόμα και αν ήταν αδύνατο ο ίδιος να σταθεί στα πόδια του. Ήταν, ωστόσο, περίεργο που παρά την τρικυμία που κατάπινε πόλεις ολόκληρες μέσα του, ούτε μια σταγόνα δε χυνόταν έξω από το ερμητικά σφραγισμένο φράγμα των δοντιών του Ντράαχεν.

Η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι που ο Ντράαχεν μόνος του φρόντιζε να γεμίζει, η κορυφή της αμαρτίας εγκλημάτων ανύπαρκτων, η τελευταία σπίθα, για να φουντώσει η πραγματική οργή, ήρθε, όταν πέθανε η μητέρα του. Η Ντέινα ήρθε με πρόσωπο βλοσυρό στο οχυρό, για να του ανακοινώσει την τραγική είδηση και να τον πάει σπίτι, όπου εκείνος θα φρόντιζε για την ταφή της. Οι Ιππότες φυσικά του έδωσαν άδεια και με αδέξιες ευχές συμπαράστασης, γιατί ποιος αλήθεια μπορεί να συμμεριστεί το θάνατο κάποιου άλλου όσο αυτός στου οποίου την καρδιά είναι πιο κοντά, τον άφησαν να φύγει με τη βοσκοπούλα. Ο Ντράαχεν έλειψε για τρεις μέρες και όταν επέστρεψε ήταν μια σκιά του παλιού του εαυτού. Η Ντέινα ανησυχούσε για αυτόν, γιατί για τρεις μέρες δεν είχε ούτε μια λέξη αφήσει το στόμα του. Από το χαρούμενο αγοράκι που ήταν το γειτονόπουλό της πριν μερικά χρόνια τώρα υπήρχε μόνο μια χέρσα γη, ένα χωριό καμένο εκεί που κάποτε μιλούσαν για σοδειές. Η Ντέινα τον έφερε πίσω στο οχυρό και τον συνόδευσε μέχρι το δωμάτιο του, όπου έμεινε μαζί του μέχρι που ο Ζιράντ ήρθε με βλέμμα χαμηλωμένο να τη συνοδεύσει έξω. Όταν ο Ντράαχεν είδε το Ζιράντ να παίρνει το χέρι της Ντέινα, παραφρόνησε:

«Τίποτε δεν είναι αρκετό;», βρυχήθηκε και η κραυγή του ήχησε σε όλο το οχυρό, « Τι πρέπει να χάσω ακόμη;»

Και ύστερα έπεσε στο πάτωμα ξεσπώντας σε αναφιλητά. Καθώς η πόρτα έκλεινε αφήνοντάς τον μόνο ο Ντράαχεν δεν ήξερε αν έκλαιγε από πόνο, φόβο ή μίσος. Η απώλεια της μητέρας του, ο αβάσιμος φόβος ότι ο Ζιράντ θα του έκλεβε την Ντέινα και το μίσος του για τον ιππότη ήταν τέτοιο που ο Ντράαχεν ένοιωθε τα σωθικά του να ανακατεύονται και τα χέρια του να σφίγγονται σε γροθιές, οι οποίες έπεσαν με μανία πάνω στον τοίχο. Ήθελε να ουρλιάξει για τα εννιά χρόνια που είχε περάσει στο στρατόπεδο, για το πόσο μακριά του ήταν οι μόνοι άνθρωποι που τον νοιάζονταν, για την Ντέινα που είχε φύγει και τον είχε αφήσει να υποφέρει. Αλλά τα σαγόνια του έμοιαζαν κλειδωμένα σαν άγριου ζώου και μόνο μανιακοί θόρυβοι κατάφερναν πού και πού να ξεφύγουν από το φράγμα τους. Τελικά το πήρε ο ύπνος και την επόμενη μέρα ξύπνησε με νέο κουράγιο. Έπρεπε να γίνει ιππότης. Έπρεπε να μπορεί να σταθεί δίπλα στην Ντέινα. Έπρεπε να κατατροπώσει το Ζιράντ.

Ο τελευταίος χρόνος της εκπαίδευσης του Ντράαχεν πέρασε στο βλεφαρισμό ενός ματιού, στο χρόνο μιας λαχανιασμένης ανάσας. Οι προσπάθειές του έγιναν ακόμη πιο μεγάλες και σύντομα ακόμα και φτασμένοι Ιππότες δεν μπορούσαν να σταθούν απέναντί του με τα σπαθιά τους. Μόνο ο Ζιράντ τον εμπόδιζε. Το μίσος του ήταν αυτή τη φορά τροφή για τις φλόγες που τον κρατούσαν ζωντανό και τον άφηναν να αναπνέει ακόμα. Άρχισε να συμμετέχει σε επιχειρήσεις, κυνηγώντας ληστές μέσα στη νύχτα και περιπολώντας τις παρυφές του δάσους το χειμώνα, για να κρατήσει τις αγέλες των λύκων μακριά που περνούσαν το ποτάμι, για να βρουν εύκολη λεία στα κοπάδια των βοσκών του χωριού. Οι άλλοι ιππότες αναγνώριζαν την ικανότητά του, αν και κανείς δεν τον πλησίαζε πολύ φοβούμενοι τη σκοτεινιά στο βλέμμα του. Αλλά τον Ντράαχεν δεν τον ενοχλούσε. Ήταν καλύτερα έτσι. Για κάποιο λόγο η Ντέινα περνούσε από το στρατόπεδο πιο συχνά τώρα και ο Ντράαχεν έβρισκε την οργή του να καταλαγιάζει. Ίσως πράγματι να τον νοιαζόταν. Ίσως ο φόβος του ότι εκείνη θα ερωτευόταν το Ζιράντ να ήταν προϊόν της παράνοιας του. Και ήρθε μια μέρα, έτσι, που ο Ντράαχεν έφτασε μόνος στο οχυρό των Ιπποτών της Ημισελήνου καβάλα σε ένα γκρίζο άτι με τρεις ληστές δεμένους να ακολουθούν πεζοί από πίσω. Είχαν ταλαιπωρήσει την περιοχή πολύ καιρό αλλά είχαν προτιμήσει να παραδοθούν παρά να αντιμετωπίσουν τον άντρα με τη βαριά λεπίδα στην πλάτη και το σκοτεινό βλέμμα. Ο Ντράαχεν είχε εκτελέσει επιτυχώς την τελευταία αποστολή του και χρίστηκε την ίδια στιγμή εκείνη ιππότης.

Με την περηφάνια να ξεχειλίζει από μέσα του σαν ποταμός φουσκωμένος την άνοιξη έτρεξε με το άλογό του να φέρει τα νέα στην Ντέινα. Καθώς ο ήλιος έδυε, ο Ντράαχεν χτύπησε τα χαλινάρια του υποζυγίου του παρακινώντας το να καλπάσει. Ήθελε να τραγουδήσει. Δέκα χρόνια είχαν περάσει και επιτέλους θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην Ντέινα. Θα μπορούσε να κρατήσει το χέρι της. Ο γαλάζιος μανδύας με την ημισέληνο κυμάτιζε στην πλάτη του και η καρδιά του ήταν για πρώτη φορά πιο ελαφριά και από το ύφασμα. Ο ήλιος δεν είχε αγγίξει τον ορίζοντα, όταν ο Ντράαχεν ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι της γειτονοπούλας του. Το δικό του σπιτικό είχε αρχίσει να ρημάζει από δίπλα τώρα που κανείς πια δεν το φρόντιζε και για μια στιγμή ένοιωσε τύψεις βαθιές που είχε παρατήσει τα πάντα κυνηγώντας ένα όνειρο. Όταν, όμως, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γειτονοπούλας του κάθε ανησυχία είχε χαθεί. Είχε έρθει ώρα. Κάθε λεπτό, κάθε ανάσα, κάθε χυμένη σταγόνα αίμα και κάθε πίκρα που είχε δηλητηριάσει το μυαλό του είχαν υπάρξει, για να οδηγηθεί ο Ντράαχεν σε αυτήν τη στιγμή. Την πόρτα άνοιξε ο πατέρας της Ντέινα.

« Ποιος είσαι νεαρέ;»

« Σερ Ντράαχεν λέγομαι…», αποκρίθηκε εκείνος όλο καμάρι και με το πλατύτερο χαμόγελο να διακοσμεί το πρόσωπό του. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν πράγματι όμορφος εκείνη τη μέρα. «Θα ήθελα να μιλήσω με την κόρη σας.»

« Ντράαχεν… το γειτονόπουλο;», έκανε έκπληκτος ο βοσκός, «Τα κατάφερες, νεαρέ! Είσαι τώρα και εσύ ένας από τους Ιππότες!»

«Ναι κύριε! Μπορώ να μιλήσω στην Ντέινα;»

« Η Ντέινα είναι με τις γυναίκες του χωριού σήμερα και θα μείνει μαζί τους. Δεν έμαθες τα νέα;»

«Όχι..», ψέλλισε ο Ντράαχεν και ένα μαύρο σύννεφο πλάκωσε την ψυχή του, «Έλειπα καιρό…»

« Σήμερα ο Σερ Ζιράντ ζήτησε την κόρη μου σε γάμο! Παντρεύονται σε τρεις μέρες!»

Ακόμα και εγώ που θυμάμαι αυτήν την ιστορία σαν τίποτε άλλο στη ζωή μου εδώ στα σκοτάδια, δεν μπορώ να βρω τις λέξεις, για να περιγράψω την οργή του Ντράαχεν εκείνη τη στιγμή. Αν τον έβλεπε κάποιος εκείνη τη στιγμή το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να κρυφτεί. Η ανάσα του Ντράαχεν κόπηκε και η καρδιά του σταμάτησε για μια στιγμή. Όση σκοτεινιά είχε εξανεμίσει η καρδιά του τώρα έπεσε ασταμάτητη σα τη νύχτα στο βλέμμα του. Τα χείλη του άνοιξαν μια ιδέα και άρχισε να ρουφάει αέρα αχόρταγα λες και φοβόταν ότι μαζί με το νόημα της ζωής του θα έχανε και αυτόν. Προσπάθησε να είναι ευγενικός με τον πατέρα της Ντέινα αλλά μια φωνούλα ψιθύριζε στο μυαλό του ότι ακόμα και η ηθική αυτού του κόσμου είναι ένα ψέμα που μάθαμε να πιστεύουμε. Δεν μπόρεσε να δώσει ευγενικό χαιρετισμό από αυτούς που αρμόζουν στους Ιππότες της Ημισελήνου, γιατί το γρύλισμα που ανέβηκε στο λαιμό του δεν ήταν ανθρώπινο. Έτρεξε στο άλογό του και πήδηξε πάνω στη σέλα. Το ζωντανό αισθανόμενο τη λύσσα του καβαλάρη του έκανε να τραβηχτεί αλλά ο Ντράαχεν το έκανε με το ζόρι να υπακούσει. Μια στιγμή αργότερα κάλπαζαν προς το στρατόπεδο. Στη διαδρομή όλες οι αναμνήσεις των τελευταίων δέκα χρόνων μαγάριζαν το μυαλό του. Όλα είχαν συμβεί για εκείνη τη στιγμή. Για να τον καταστρέψει ο Ζιράντ. Για να του πάρει το ένα πράγμα που επιθύμησε ποτέ, το ένα πράγμα που έδωσε τη ζωή του, για να το διεκδικήσει. Όλα είχαν νόημα τώρα. Ο Ζιράντ είχε γοητεύσει την Ντέινα με τον τρόπο που γοήτευε όλους τους άλλους γύρω του. Η Ντέινα επισκεπτόταν τόσο συχνά τον Ντράαχεν, για να συναντάει το Ζιράντ. Ίσως όταν ο Ζιράντ άφηνε με άδεια το οχυρό να την επισκεπτόταν. Οι ανοιχτές πύλες του βρέθηκαν μπροστά στον Ντράαχεν πριν καν συνειδητοποιήσει πότε είχε αρχίσει να καλπάζει το άτι του.

«ΖΙΡΆΝΤ! ΈΛΑ ΈΞΩ, ΚΑΤΑΡΑΜΈΝΕ!»

Ο βρυχηθμός του σκαρφάλωσε στους πύργους, πάνω από τους προμαχώνες μέχρι την ψηλότερη στέγη και το βαθύτερο κελάρι. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να την άκουγε και να μην αναγκαζόταν να την υπακούσει. Ο Ζιράντ μην αποτελώντας εξαίρεση διέσχισε λίγο αργότερα τις πύλες του οχυρού. Το πρόσωπό του τώρα που φορούσε τη χαρά που ο Ντράαχεν είχε στερηθεί ήταν ακόμη πιο μισητό για εκείνον. Ο καιρός για ευγένειες είχε περάσει πριν δέκα χρόνια και ο Ντράαχεν ξεπέζεψε και χωρίς προειδοποίηση τον άδραξε από το λαιμό.

«Πώς τόλμησες να μου κλέψεις την Ντέινα, σιχαμένε;» βρυχήθηκε ο Ντράαχεν μέσα στο πρόσωπό του, «Πώς τόλμησες να μου κλέψεις τη ζωή μου;» Αν η οργή είχε πρόσωπο, τότε ήταν αυτό του Ντράαχεν. Δεν υπήρχε παραπάνω και δεν μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο.

Ο Ζιράντ, όμως, τον έσπρωξε μακριά και τραβήχτηκε πίσω. Για πρώτη φορά η ευγένεια άφησε το πρόσωπό του και μια έκφραση σαν αυτή του Ντράαχεν δηλητηρίασε και το δικό του βλέμμα.

« Έκλεψα; Πώς τολμάς να μιλάς για αυτή λες και είναι κάποιο νόμισμα στην τσέπη σου; Η Ντέινα επέλεξε να είναι μαζί μου!»

« Δεν μπορούσες να μη χαμογελάσεις και σε αυτή με το ηλίθιο χαμόγελο που ρίχνεις δεξιά αριστερά τόσα χρόνια! Έστρεψες τα μάτια σου στο μόνο πλάσμα που έχει σημασία για μένα σιχαμένε υποκριτή!»

« Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι!», φώναξε τώρα και ο Ζιράντ χάνοντας την ψυχραιμία του. Δεν είχε συνηθίσει να τον αντιμετωπίζουν έτσι. « Αν η Ντέινα ήταν τόσο σημαντική για σένα μπορούσες να της μιλήσεις τόσα χρόνια που τη γνώριζες. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζω και σε συμπαθούσε. Πάντα μόνος σαν αγρίμι…»

« Ήθελε έναν ιππότη παραφουσκωμένο περηφάνια όσο εσύ! Πώς μπορούσα να μιλήσω πριν γίνω αντάξιος αυτού που ήθελε!». Η οργή στο πρόσωπο του Ντράαχεν είχε αρχίσει να νοθεύεται από την απόγνωση. Πώς μπορούσε να γυρίσει έναν κόσμο τόσο πολύ στραμμένο από τη μια μεριά προς τη δική του;

« Τόσο την ήξερες, λοιπόν…», έκανε ο Ζιράντ σε απάντηση φτύνοντας με απέχθεια στα πόδια του Ντράαχεν, «Νόμιζες ότι ήταν ένα τόσο ρηχό άτομο όσο εσύ. Είσαι αξιολύπητος!»

Όποια απόγνωση είχε υπάρξει ποτέ στο πρόσωπο του Ντράαχεν όποιο άλλο συναίσθημα είχε ποτέ ανατείλει στα μάτια του παρασύρθηκε μακριά από το μαύρο άνεμο του μίσους. Τράβηξε το βαρύ σπαθί από την πλάτη του και ετοιμάστηκε να ορμήσει στο Ζιράντ.

«Αρκετά σε ανέχτηκα, Δαιμόνου μπάσταρδε!»

Όμως, ο Ντράαχεν δεν είχε ποτέ καταφέρει να νικήσει το Ζιράντ και αυτή η φορά δεν ήταν εξαίρεση. Το σπαθί άστραψε στα χέρια του ιππότη σαν να το είχε τραβήξει από τον αέρα και συνάντησε με άνεση τη λεπίδα του Ντράαχεν πλησιάζοντας αρκετά μάλιστα, ώστε να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω στο δικό του.

« Σε σιχάθηκα, λυσσασμένο σκυλί… Αν θες να πεθάνεις, ας γίνει έτσι! Δε θα γίνω, όμως, εγώ δολοφόνος. Αύριο στη δύση του ήλιου ας μονομαχήσουμε και ας λύσουμε αυτή τη διαφωνία μια και καλή νόμιμα!»

Πριν προλάβει ο Ντράαχεν να πει κάτι ο Ζιράντ έκανε μια απότομη κίνηση και αφόπλισε τον Ντράαχεν. Ύστερα του γύρισε την πλάτη και επέστρεψε στο οχυρό.

« Αν δε θες να πεθάνεις, μην τολμήσεις και εμφανιστείς…», φώναξε πριν τον καταπιούν οι σκιές και ο Ντράαχεν έμεινε μόνος.

«Θα είμαι εκεί!», ούρλιαξε ο Ντράαχεν σε απάντηση.

Για λίγο η οργή επέμεινε σαν ίχνη μελανιού στα χέρια του γραφιά αλλά η φύση της είναι σαν τη φωτιά και καμία δε καίει για πάντα. Ίσως ο Ντράαχεν να αποτελούσε την εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αλλά ακόμα και έτσι για λίγο η παλίρροια υποχώρησε και η λογική τρύπωσε δειλά στο μυαλό του. Αν η οργή είναι φλόγες, τότε η λογική είναι ένα σκοινί. Σε ένα αβέβαιο μονοπάτι βρίσκεις εκεί καθησυχασμό αλλά μπορεί να μπλεχτεί στα πόδια σου και να σε ρίξει στο χώμα, όταν το ένστικτο σε προστάζει να τρέξεις. Όταν ο Ντράαχεν σκέφτηκε λογικά, συνειδητοποίησε το βάθος της ανοησίας του. Όχι του να οργιστεί με το Ζιράντ αλλά το να δεχτεί τη μονομαχία. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει. Ο Ζιράντ μπορούσε να παίξει μαζί του όσο εξασκούνταν. Τώρα δεν ήταν παρά μια τυπική διαδικασία για αυτόν το να νικήσει τον Ντράαχεν. Τα γόνατά του λύγισαν και με την πανοπλία του να κουδουνίζει ολόκληρη σωριάστηκε στο χώμα. Η απελπισία σαν κοράκι πεινασμένο άρχισε να τσιμπάει τα κουρέλια του μυαλού του.

… Έχω δύναμη και γνώση, για να τη χειριστώ…

Από όλες τις μνήμες που πλημύριζαν το νου του τις τελευταίες ώρες η πιο θολή, η πιο τρομαχτική αναδύθηκε. Η κερασφόρα κουκουβάγια είχε πει ότι ένας ιππότης δεν είχε δύναμη μπροστά της. Είναι θαυμαστό πώς η απελπισία κάνει τον άνθρωπο να στρέφεται σε επιλογές κλειστές υπό κάθε άλλο πρίσμα. Μέσα στον κυκεώνα του παραλογισμού του ο Ντράαχεν σήκωσε το σπαθί του και διασχίζοντας το ποτάμι μόνος έτρεξε στην καρδιά του δάσους, για να βρει την κουκουβάγια. Δεν ήξερε γιατί πίστευε πως θα την έβρισκε, δεν είχε στο νου του λογική ή εμπόδιο. Όταν διέσχισε τον Νταρ-Άντερ, δεν έβγαλε καν τις μπότες του και εκείνες γέμισαν νερά, αλλά ο Ντράαχεν λίγο νοιάστηκε. Όταν μπήκε αυτή τη φορά μέσα στους ίσκιους του δάσους δεν ήταν ούτε θήραμα, ούτε κυνηγός. Ήταν οι φλόγες που καταπίνουν τα δάση, το νερό που πνίγει χωριά, ο άνεμος που ξεθεμελιώνει βουνά ολόκληρα. Αν το κυνήγι της νύχτας μαινόταν γύρω του την τελευταία φορά, τώρα υποχωρούσε μπροστά του. Έσπαγε κλαδιά, χτυπούσε κορμούς και γρύλιζε μόνος του στο σκοτάδι. Όταν έφτασε στο ξέφωτο η κερασφόρα κουκουβάγια ήταν ακόμα εκεί.

« Χρειάζομαι τη δύναμή σου!», είπε φτύνοντας τις λέξεις σχεδόν ο Ντράαχεν με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. Χωρίς να το καταλάβει είχε τρέξει όλη τη διαδρομή!

… ακολούθησέ με…

Και η κουκουβάγια πήρε σε ένα μέρος που μόνο ο Ντράαχεν και εκείνη γνώρισαν ποτέ από όλα τα πλάσματα του Ντάργκολ. Δεν ήταν κάποια κρυφή γωνιά ούτε πέρασμα μυστικό που οδηγούσε. Ήταν το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης που φύλαγε εκείνο το μέρος και έκανε όποιο πλάσμα είχε έστω και μια από τις αισθήσεις του σε λειτουργία να μη θέλει να πλησιάσει. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Ποιος θέλει σε ένα μέρος που κρανία ζώων κρέμονται από τα δέντρα; Ποιος θα ήθελε να περπατήσει κάτω από τις βλοσυρές ματιές αμέτρητων, μικρότερων ευτυχώς, κερασφόρων κουκουβαγιών; Γιατί να έρθει κανείς σε ένα μέρος που τα κλαδιά μοιάζουν να ψαχουλεύουν τα μάτια του προσπαθώντας να τα ξεριζώσουν και υποχωρούσαν μόνο μπροστά στο πέρασμα της τεράστιας κουκουβάγιας με τα ημικυκλικά κέρατα; Ποιος θα χτυπήσει την πόρτα στο κατώφλι μιας καλύβας καλυμμένης από αναρίθμητα πεσμένα μαύρα πούπουλα, όπου σε κάθε γωνιά κρύβονται φωλιές των μοχθηρών πουλιών; Θα τολμήσει κανείς να χτυπήσει τη μαύρη πόρτα που μόνο η μεγάλη κερασφόρα κουκουβάγια τολμούσε να διαβεί;

Ο Ντράαχεν άφησε το πουλί να προηγηθεί μα δεν είχε το κουράγιο να προχωρήσει στην καλύβα ο ίδιος. Δε χρειάστηκε άλλωστε. Από τις μυριάδες σκιές του ξέφωτου, από τα εκατοντάδες σκοτεινά βλέμματα, από τους θυσάνους των κεράτων μια μορφή εμφανίστηκε. Τα μάτια του έμοιαζαν με πηγάδια μέσα στη νύχτα και το σαγόνι του εξείχε έντονα προς τα εμπρός. Ένα στεφάνι από κατάμαυρα μαλλιά κύκλωνε όλο το πρόσωπο του. Τα κουρέλια του άντρα δεν εντυπωσίαζαν τόσο από τη βρώμα τους. Οι σκιές, όμως, στις πτυχές τους έμοιαζαν να κρύβουν φωλιές για μυστικά που ο νους δεν έβαζε.

« Σερ Ντράαχεν…», είπε κακαρίζοντας, «  καλώς ήρθες στο φτωχικό μου!» Οι κουκουβάγιες άρχισαν να σκούζουν σαν κολασμένη χορωδία στον ήχο της φωνής του.

« Πώς ξέρεις το όνομά μου;» κατάφερε να ψελλίσει εκείνος. Μπρος σε εκείνον το τρόμο το όνειρο μιας ζωής άρχισε να φαίνεται θολότερο σαν κάποια συνείδηση, κάποια λογική να συνειδητοποιούσε ότι ο άνθρωπος είχε πλησιάσει σε μέρη που δεν ήταν φτιαγμένα για αυτόν. Το μίσος του Ντράαχεν, όμως, για το Ζιράντ έκαιγε δυνατό και το όνειρο έγινε ξανά αληθινό.

« Γνωρίζω τι επιθυμείς… Δε χρειάζεται να μάθω κάτι άλλο, για να ξέρω τα πάντα για σένα.»

« Ωραία, λοιπόν…», έκανε ο Ντράαχεν αποκαμωμένος καταβάλλοντας ακόμα και τώρα μεγάλη προσπάθεια, για να μην το βάλει στα πόδια. «Δώσε μου τη δύναμη να νικήσω το Ζιράντ!»

Ο γέρος χωρίς να εκπλήσσεται καθόλου, σαν πράγματι να γνώριζε την επιθυμία του Ντράαχεν τράβηξε ένα σκονισμένο μπουκάλι γεμάτο με ένα υγρό στο χρώμα της νύχτας μέσα από τα κουρέλια του και το έδωσε στον Ντράαχεν.

«Ορίστε… Η δύναμη, για να νικήσεις κάθε εχθρό!»

Ο Ντράαχεν τον κοίταξε διστακτικά, χωρίς να τολμάει να πιάσει το μπουκάλι.

« Τίποτε δε δίνεται σε αυτόν τον κόσμο δίχως αντάλλαγμα…»

«Πράγματι…», απάντησε ο άντρας, « Αλλά εσύ τα έχεις χάσει ήδη όλα!»

Ο Ντράαχεν πήρε διστακτικά το μπουκάλι στο χέρι του αποφεύγοντας τα δάχτυλα του άντρα.

« Αυτή είναι η ευκαιρία μου να τα ξανακερδίσω.»

Ο άντρας γέλασε με έναν ξερό ήχο μέσα από το λαιμό του.

« Πιες το μισό και βρέξε την περικεφαλαία και την πανοπλία σου με το υπόλοιπο. Εφτά χτυπήματα της καρδιάς σου αργότερα κανείς δε θα μπορεί να σταθεί μπροστά σου.»

Ο Ντράαχεν κοίταξε το μπουκάλι και μέσα στο φόβο του ανέτειλε μια ιδέα ελπίδας.

« Σε ευχαριστώ. Δεν ξέρω, όμως, το όνομά σου…»

«Αν θες ακόμα να με ευχαριστήσεις στο τέλος, θα χαρώ να σου το πω.»

Ο Ντράαχεν τον κοίταξε τρομαγμένος. Ένα άγριο ένστικτο τον προειδοποιούσε να πετάξει το μπουκάλι και να φύγει τρέχοντας. Ψηλά, όμως, στον ουρανό κάτι είχε αρχίσει να ροδίζει. Ο Ζιράντ θα τον περίμενε. Όπως και κάθε άλλη φορά η σκέψη του Ζιράντ τον έστρεψε στο μονοπάτι του αδιανόητου.

« Γιατί με βοηθάς;», ρώτησε σκυθρωπός.

« Το χάραμα πλησιάζει…», ψιθύρισε με ένα σιωπηλό δέος ο άντρας, « Πρέπει να φύγεις. Όσο για το γιατί σε βοηθάω… Σκέψου το έτσι. Λατρεύω αυτό το μέρος και όποτε θέλω επιταχύνω την πορεία του. Μα ποτέ δεν την αλλάζω. Αν ήσουν σκουλήκι θα σε τάιζα στις κουκουβάγιες μου που τόσο πεινάνε… αν ήσουν θεριό παγιδευμένο, όμως, ποιος ξέρει; Αν μπορούσες να γλιτώσεις και μόνος σου, θα σε ελευθέρωνα. Διαφορετικά θα σε σκότωνα. Δε σε βοηθώ. Απλώς σε στέλνω στο μονοπάτι σου.»

Η σκοτεινιά ανάμεσα στα κλαδιά είχε αρχίσει να υποχωρεί πια και ο κόσμος βαφόταν γκρίζος. Ο Ντράαχεν ανοιγόκλεισε τα μάτια του κουρασμένος, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Ένας άγριος αέρας σηκώθηκε παρασύροντας μαζί του ένα στρόβιλο από μαύρα πούπουλα και σκορπίζοντάς τα τριγύρω μαζί με τη βρώμα περιττωμάτων. Τα κλαδιά με τη σειρά τους άρχισαν να αναστενάζουν ενοχλημένα. Οι κερασφόρες κουκουβάγιες άρχισαν να χουχουτίζουν όλες μαζί και αναδεύτηκαν από τις κόγχες και τις κορφές που κούρνιαζαν. Κάπου τριγύρω κόκκαλα σε σκοινιά κρεμασμένα κροτάλιζαν με ένα ξερό θόρυβο. Ήταν ξεκάθαρο ότι το ξέφωτο έδιωχνε τον Ντράαχεν και εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει.

Το απόγευμα ήρθε πριν το καταλάβει. Μην έχοντας πού να κοιμηθεί είχε πλαγιάσει στις παρυφές του δάσους και αφέθηκε εκεί να παρασυρθεί στο καταφύγιο του ύπνου. Οι κερασφόρες κουκουβάγιες ήταν εκεί, για να τον τρομοκρατήσουν αλλά στο νεφελώδη εκείνο κόσμο η σκιά του δεν ταίριαζε στο σώμα του και τα πουλιά λούφαζαν μακριά της. Ξύπνησε ταραγμένος, για να δει τον ήλιο να χαμηλώνει στον ορίζοντα. Η ώρα πλησίαζε.

Στο δρόμο έξω από το στρατόπεδο βρήκε το άλογό του να τον περιμένει. Του σφύριξε μα εκείνο αρνήθηκε να πλησιάσει. Όταν ο Ντράαχεν έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, το άτι σηκώθηκε στα πίσω πόδια και άρχισε να χλιμιντρίζει τρομαγμένο. Εκείνος με τη σειρά του προσπάθησε να το ηρεμήσει αλλά ήταν αδύνατο. Τα μάτια του είχαν γυρίσει ανάποδα, τα αυτιά του είχαν κολλήσει στο κρανίο του και οι οπλές του χτυπούσαν το δρόμο με ορμή σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Ο Ντράαχεν έκανε να απλώσει το χέρι του, για να πιάσει τα χαλινάρια του μα το άλογο γύρισε απότομα και έφυγε τρέχοντας. Από τη σέλα κατρακύλησε το κράνος του Ντράαχεν που είχε αφήσει εκεί κρεμασμένο και κατρακύλησε μέχρι τα πόδια του. Το σήκωσε στα χέρια του και, αφού τίναξε τη σκόνη από το θύσανο το φόρεσε. Ήταν μια περικεφαλαία μονοκόμματη μα γερή με μονάχα μια οριζόντια σχισμή για τα μάτια και μια κάθετη, λίγο φαρδύτερη, για να μπορεί να αναπνέει. Μην έχοντας υποζύγιο ο Ντράαχεν κίνησε με τα πόδια προς το στρατόπεδο. Κάθε τόσο κοιτούσε την σκιά του έχοντας στο νου του το όνειρο της προηγούμενης νύχτας μα δεν είδε αλλαγή.

Μπροστά στην είσοδο του στρατοπέδου ένας κύκλος από βλοσυρούς ιππότες είχε σχηματιστεί. Στο κέντρο τους στεκόταν ο Ζιράντ. Πολλοί προχωρούσαν και του έσφιγγαν το χέρι ή του ψιθύριζαν ένα δυο ενθαρρυντικούς λόγους. Κάποιος του φόρεσε ένα κράνος στο κεφάλι περίτεχνο με ένα φτερωτό θύσανο και ένα χυτό δράκο να κατεβαίνει απειλητικός από την κορυφή του και να αναπαύει το κεφάλι του κάπου πιο ψηλά από τα μάτια του ιππότη. Φυσικά ήταν και η Ντέινα εκεί μα τα δικά της μάτια ήταν κόκκινα και κάθε τόσο τραβούσε το Ζιράντ από το μπράτσο και τον παρακαλούσε να την ακούσει. Τα μάτια του Ζιράντ, όμως, δε στρέφονταν σε εκείνη. Κοιτούσαν μόνο το δρόμο και την κουρελιασμένη φιγούρα που τον σκαρφάλωνε. Μανδύας ξεσκισμένος και θύσανος μαδημένος στόλιζαν τη σκιά της οποίας τα βήματα ήταν πιο βαριά και από το χτύπημα της καρδιάς, όταν το τέλος πλησιάζει. Σκόνη την κύκλωνε. Ήταν η οργή ενσαρκωμένη και στο βλέμμα του έκαιγε μια φωτιά με φλόγες μαύρες και μια μανία ικανή να καταπιεί το Ντάργκολ ολόκληρο. Ο Ντράαχεν είχε έρθει, για να σκοτώσει το Ζιράντ.

« Ήρθες, λοιπόν, να πεθάνεις!», φώναξε επιτιμητικά ο ιππότης από την καρδιά του κύκλου, « Δε μου αρέσει να σκοτώνω, αλλά το λυσσασμένο σκυλί πρέπει να θανατώνεται.»

Οι ιππότες γύρισαν σύσσωμοι σε αυτά τα λόγια και ένας ένας κάρφωσαν τα γεμάτα αηδία και υποτίμηση βλέμμα τους στον Ντράαχεν.

« Δαγκώνει το χέρι που τον τάισε…», μουρμούρισε κάποιος.

« Δεν έχεις ντροπή μέσα σου;»

« Ήταν πάντα του σάπιος. Δεν έπρεπε να χριστεί ιππότης.»

Ο Ντράαχεν δέχτηκε αλύγιστος τις ψιθυριστές προσβολές όμοιος με βράχο που τον χτυπάνε τα κύματα. Ίσως μια μέρα να τον έσπαγαν αλλά όχι σήμερα.

« Ντράαχεν σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό!»

Η Ντέινα ήρθε μπροστά του με δάκρυα στα μάτια. Ολόκληρο το Ντάργκολ δεν μπορούσε να ανακόψει το βήμα του Ντράαχεν, αλλά η όμορφη Ντέινα κατάφερε να φυτέψει ένα σπόρο αμφιβολίας. Ο Ντράαχεν δίστασε για μια στιγμή, το βήμα του έχασε την ορμητικότητά του και η σκιά στα μάτια σκόρπισε μια ιδέα. Όμως, οι γροθιές του σφίχτηκαν πιο δυνατά, το σαγόνι του τεντώθηκε, τα χείλη του άσπρισαν και συνέχισε προσπερνώντας τη.

« Δε βλέπεις ότι είναι πολύ αργά πια;», της είπε. Η Ντέινα ήταν η μόνη που είδε μια σταγόνα να πέφτει στο χώμα πριν ο κύκλος τον ιπποτών τον κρύψει από τα μάτια της. Ήταν πράγμα περίεργο, γιατί δεν είχε σύννεφα στον ουρανό ούτε ζέστη, για να ιδρώσει κανείς. Αν δεν έβλεπε το φάντασμα της οργής να πλανιέται πάνω από αυτό που είχε γίνει το γειτονόπουλό της, η Ντέινα θα ορκιζόταν ότι εκείνη η μοναχική σταγόνα ήταν ένα δάκρυ.

Ο ήλιος χαμήλωσε στον ορίζοντα φιλώντας τον απαλά και το φως του έπεσε πορφυρό στον κύκλο τον ιπποτών ζωγραφίζοντας μια εικόνα από φλόγες από τις αντανακλάσεις σε ότι ήταν μεταλλικό και μαύρους ίσκιους, εκεί που οι ακτίνες του δεν έφταναν.

« Ας τελειώνουμε…», είπε κουρασμένος ο Ζιράντ και τράβηξε τη βαριά λεπίδα με άνεση από την πλάτη του.

Ο Ντράαχεν τράβηξε και εκείνος το δικό του όπλο μα δεν είπε τίποτε. Τράβηξε από τη ζώνη του το μπουκάλι του άντρα και άνοιξα το πώμα με τα δόντια. Η βρώμα που τον τύλιξε μέσα από το μπουκάλι ήταν όμοια με τα περιττώματα των κερασφόρων κουκουβαγιών. Ήταν παράνοια, του ψιθύρισε μια φωνή λογικής που προσπάθησε να ακουστεί μέσα στη θύελλα των συναισθημάτων του μα κύματα οργής και άνεμοι μίσους την έπνιξαν. Ο Ντράαχεν άδειασε το μισό περιεχόμενο μέσα στο στόμα του και λούστηκε με το υπόλοιπο. Παρότι το μπουκάλι ήταν μικρό το μαύρο υγρό έτρεξε μέσα σε κάθε πτυχή και κόγχη της πανοπλίας αγγίζοντάς τον από τις ρίζες των μαλλιών του μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του. Είχε μια αίσθηση πηχτή σαν πίσσα μα ήταν παγωμένο σαν τα νερά του Νταρ-Άντερ το χειμώνα. Όμως, ο Ντράαχεν δεν έδινε σημασία. Δεν μπορούσε να δώσει.

Η καρδιά του χτύπησε μια φορά και οι φλέβες του τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο άντρας τον είχε ξεγελάσει πρόλαβε να σκεφτεί. Θα τον σκότωνε σα παγιδευμένο αγρίμι. Δεν μπόρεσε να κάνει, όμως, παραπάνω σκέψεις, γιατί η καρδιά του χτύπησε ξανά. Οι μυς του τεντώθηκαν και χαλάρωσαν ξανά μέσα σε μια στιγμή αλλά τώρα δύναμη κυλούσε μέσα του. Προσπάθησε να αγκαλιάσει αυτή τη γεμάτη υποσχέσεις παλίρροια αλλά η καρδιά στο στήθος του χτύπησε για τρίτη φορά. Ο Ντράαχεν ένοιωσε την πανοπλία του να λιώνει πάνω στο σώμα του και να γίνεται ένα με αυτό. Τα περιβραχιόνια έγιναν ένα με τους βραχίονές του, ο θώρακας κόλλησε πάνω στο στήθος του, οι επωμίδες του αγκάλιασαν τους ώμους του και το κράνος αφομοιώθηκε στο πρόσωπό του. Προσπάθησε να ουρλιάξει ο Ντράαχεν τώρα μα ο τέταρτος χτύπος είχε έρθει και τα κόκαλά του αφήνιασαν. Έσκισαν το δέρμα του ατάκτως και έπαιρναν σχήματα δικά τους. Η πλάτη του κύρτωσε καθώς μακριά αγκάθια άρχιζαν ξεπετάγονται από τα μπράτσα και τους ώμους του. Αισθάνθηκε την πλάτη του να τρυπιέται και δυο τεράστια κέρατα κυρτά και τρομερά φύτρωσαν από τις ωμοπλάτες του. Στο πέμπτο καρδιοχτύπι οι τρίχες του τεντώθηκαν μία προς μία και ένας σωρός από αγκάθια αγκάλιασε το σβέρκο και τους ώμους του. Κέρατα στριφτά σαν του τράγου τρύπησαν το κράνος του. Ο Ντράαχεν προσπάθησε να καταλάβει τι του συνέβαινε, να πάρει μια ανάσα να ξεφύγει από το μαρτύριο αλλά ο φόβος του έκανε την καρδιά του να βροντοχτυπάει ακόμα πιο γρήγορα κόβοντας του κάθε τρόπο διαφυγής, αν υπήρχε δηλαδή τέτοιος. Με το έκτο χτύπημα είδε τη γη να απομακρύνεται κάτω από τα πόδια του και τους Ιππότες που τόση ώρα κοιτούσαν βουβοί από τον τρόμο να συρρικνώνονται μπροστά του. Μέχρι το έβδομο και τελευταίο χτύπημα στεκόταν δυο φορές πιο ψηλό από κάθε άλλον στο ξέφωτο. Και τότε σκοτάδι τύλιξε το πρόσωπό του και τον κόσμο όλο. Και φλόγες άστραψαν μέσα από τις σκιές εκεί που κάποτε βρίσκονταν δυο ανοιχτόχρωμα μάτια και η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί.

 Το σπαθί ξαφνικά δεν έμοιαζε παρά με μαχαιράκι στα χέρια του. Το πέταξε πάνω από τα κεφάλια των ιπποτών στον κορμό ενός δέντρου εκεί κοντά, όπου εκείνο καρφώθηκε μέχρι τη λαβή. Ένας βρυχηθμός ξεχείλισε μέσα από λαιμό του και οι Ιππότες της Ημισελήνου, οι γενναίοι προστάτες του κόσμου, σκόρπισαν σαν τη σκόνη του δρόμου στο δυνατό αέρα. Μόνο ο Ζιράντ κράτησε τη θέση του.

« Τι έκανες καταραμένε;», ψιθύρισε έντρομος, «Τι μαγεία είναι αυτή;»

Ο κόσμος λέει πολλές ιστορίες για το πόσο βάρβαρα σκότωσε εκείνη τη μέρα ο Ντράαχεν το Ζιράντ σβήνοντας μια δίψα δέκα χρόνων. Μερικοί λένε πως του ξερίζωσε το κεφάλι ή την καρδιά. Άλλοι λένε  πως τον χτύπησε με τα αγκάθια στα χέρια του και τον έσυρε σαν κουρέλι στο χώμα μέχρι να σβήσει και η τελευταία σπίθα ζωής από μέσα του. Κάποτε κάποιος τραγούδησε σε μια ταβέρνα μισοάδεια, γιατί ποιος θέλει στη χαρά του να διαβάσει αυτήν την ιστορία, πως ο Ντράαχεν σήκωσε το Ζιράντ στον αέρα και τον έσκισε στα δύο τραβώντας τον από τα πόδια και το κεφάλι. Αν και οι εκδοχές διαφέρουν στη βιαιότητα και στη μανία όλοι συμφωνούν. Ο Ντράαχεν ήταν οι φλόγες του μίσους και της οργής μιας ζωής επιλογών που είχε κάνει υπό το δικό του οπτικό πρίσμα και που μόνο εκείνος μπορούσε να κατανοήσει. Φυσικά εγώ γνωρίζω την αλήθεια, γιατί όπως είπα ξανά η ιστορία αυτή είναι πιο ζωντανή και από μένα τον ίδιο μέσα στο μυαλό μου. Αλλά έχει πράγματι σημασία; Ποιος νοιάζεται για την ηδονή που ένοιωσε ο Ντράαχεν, παρά ο ίδιος, καθώς ξερίζωνε το χέρι του Ζιράντ και μετά τον έλιωσε πάνω στον τοίχο του οχυρού; Άραγε νοιάζεται κανείς πέρα από τον ίδιο, όταν ακόμα και οι πέτρες ράγισαν κάτω από τα χτυπήματά του; Οι βρυχηθμοί του αντήχησαν σε όλη την περιοχή και οι ιππότες εκκένωσαν το στρατόπεδο και δεν επέστρεψαν ποτέ. Τα πουλιά άφησαν τα δέντρα και πέρασε μέρες πριν μπορέσουν να κουρνιάσουν ξανά. Ακόμα και τα νερά του Νταρ-Άντερ έγιναν για τρεις μέρες μια ιδέα πιο σκοτεινά. Και όταν η σκόνη καταλάγιασε, και όταν ο γαλάζιος μανδύας του Ντράαχεν είχε κοκκινίσει μια και καλή από το αίμα, μόνο μια μικρή μορφή είχε μείνει μπροστά του. Και αν ο Ντράαχεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε το μίσος και τον πόνο μέσα του, αν είχε θραφεί με τη δική του οργή εκείνη τη μέρα γνώρισε πώς είναι να σε μισούν πραγματικά, ποια είναι η σοδειά του πόνου και της οργής.

Η Ντέινα έκλαιγε μα η φωνή της ήχησε καθάρια πιο δυνατή από μαγείες του δάσους και σφράγισε έτσι την καταδίκη του.

« Καταραμένος να είσαι, Ντράαχεν. Αν τέρας έγινες, για να με κατακτήσεις τέρας να μείνεις για πάντα. Καταραμένος να είσαι. Αν υπάρχει άνθρωπος στη γη ακόμα που να κοιμάται κάτω από στέγη ή ουρανό εσένα σπιτικό σου να είναι μόνο τα ανήλιαγα σκοτάδια. Καταραμένος να είσαι, Ντράαχεν. Όπου και αν πας, ότι και να κάνεις η κατάρα αυτή να μη λυθεί, μέχρι ο κόσμος αυτός και η μνήμη του να γίνει σκόνη.»

Στα θολά μου μάτια μπροστά τα τεράστια δάχτυλά μου ανοιγοκλείνουν ξανά. Το στήθος μου όμοιο με πανοπλία ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά με την κάθε ανάσα. Έχω δει το πρόσωπό μου στα νερά του Νταρ-Άντερ, ή ίσως κάποια άλλα νερά – ποιος ξέρει αλήθεια – και γνωρίζω ότι δεν είμαι παρά δυο κόκκινα μάτια στις σκιές μιας περικεφαλαίας με κέρατα στριφτά. Ίσως να μοιάζω με τις κουκουβάγιες του άντρα στο δάσος με κάποιον τρόπο περίεργο, αλλά δε θα το μάθω ποτέ, γιατί ποτέ κανείς δεν τον είδε ξανά. Θυμάμαι αυτή τη διήγηση και ακόμα και τόσο καιρό μετά, πόσο δεν ξέρω, οι λεπτομέρειες και τα συναισθήματα είναι ακόμα αποτυπωμένες σαν πυρωμένες σφραγίδες στο νου μου. Και, όμως, στο σκοτάδι δεν είμαι μόνος. Υπάρχουν ερωτήματα. Κοιτάζω τριγύρω στις γνωστές σε εμένα ανήλιαγες σκιές, εδώ στην καρδιά των βουνών και βλέπω και άλλους σαν εμένα. Κέρατα στριφτά και μέλη γεμάτα αγκάθια. Κόκκινα μάτια κοιτάνε μέσα από κεφάλια όμοια με περικεφαλαίες και στριφτά κέρατα ξύνουν πού και πού τις πέτρες μέσα στο σκοτάδια. Θυμάμαι μας πολέμησαν κάποτε. Αλλά ο άντρας το είχε πει. Κανείς δε θα μπορούσε να σταθεί μπροστά μας. Όσοι οι ιππότες και αν ήρθαν για τα κεφάλια των τεράτων δε βρήκαν παρά θάνατο. Και, όμως, παρά τη δύναμή μου αναρωτιέμαι. Αν η ιστορία είναι αληθινή τότε γιατί είμαστε πολλοί; Είμαι ο Ντράαχεν ή ένα Ντράαχεν; Ξέρουν και οι άλλοι αυτοί την ιστορία; Αν ναι, τότε ποιος είναι ο Ντράαχεν; Μήπως είμαι εγώ; Μήπως χιλιάδες ιστορίες μίσους και οργής ήρθαν να κρυφτούν εδώ, που όλος ο κόσμος τις καταχώνιασε, μέχρι οι τρύπες αυτές να ξεχειλίσουν και ο κόσμος να αντιμετωπίσει ξανά την οργή που προκάλεσε; Είμαστε η οργή. Αυτό είναι σίγουρο και, όμως, τα ερωτήματα με στοιχειώνουν, όποτε διηγούμαι στον εαυτό μου την ιστορία μου ξανά, αν πράγματι είναι δίκη μου και όχι κάποια που μου φύτεψαν στο μυαλό με το που υπήρξα για πρώτη φορά. Μόνο μια βεβαιότητα πραγματική υπάρχει πέρα ακόμα και από την οργή. Η ώρα ήρθε. Ο Αφέντης μας καλεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου